- ομοιοπλασία
- η мед. гомопластика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιοπλασία — η η ομοιοπλαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeoplasia < ομοι(ο) * + πλασία (< πλάσις < πλάσσω)] … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιοπλαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιοπλασία 2. το θηλ. ως ουσ. η ομοιοπλαστική ιατρ. χειρουργική επέμβαση με τη χρησιμοποίηση ομοιομοσχεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeoplastic < ομοι(ο) * + πλαστικός (< πλαστός… … Dictionary of Greek